- κελλαρικόν
- κελλ-ᾱρικόν, τό,A store-chamber, Stud.Pal.20.75 ii 9 (iii/iv A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κελλαρικόν — κελλαρικόν, τὸ (Α) [κελάριον] αποθήκη … Dictionary of Greek
κελλαρικά — κελλαρικόν store chamber neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κελλαρικά — κελλαρικά, τὰ (Α) [κελλαρικόν] κρασί που παραδιδόταν στην αποθήκη ενός γαιοκτήμονα … Dictionary of Greek
κελλαρικάριος — κελλαρικάριος, ὁ (Α) πάπ. ο κελλάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κελλαρικόν + κατάλ άριος (< λατ. arius), πρβλ. δρουγγ άριος, κηρουλ άριος] … Dictionary of Greek